- ἀκέλυφος
- ἀκέλῡφος, ον,A without husk or capsule, of fruits, Thphr.CP1.17.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακέλυφος — η, ο (Α ἀκέλυφος, ον) [κέλυφος] νεοελλ. όποιος δεν έχει κέλυφος, περίβλημα (αποδίδεται σε σπόρους, αβγά κ.λπ.) αρχ. καρπός, ο οποίος δεν έχει φλούδα «ἀκέλυφα φυτά» (Θεόφρ. Φυτ. Αιτ. 1, 17, 8) … Dictionary of Greek
ἀκέλυφα — ἀκέλυφος without husk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)